Ο πορνογραφικός αποκάλυψης της εφηβείας από τον Νίκο Νικολαΐδη

    Η ιστορία της γενιάς των εβδομηντάρηδων φθάνει στο τέλος της διαδρομής της και ο Νίκος Νικολαΐδης, γραφίας και σκηνοθέτης, αφήνει πίσω του έναν μεταθανάτιο κώδικα που αφορά την πιο ανεπανάληπτη περίοδο της ζωής του – την εφηβεία. Το βιβλίο του αυτό αποδίδει φόρο τιμής στα παιδιά του, Συμεών και Θεοδώρα, μια όποια λεπτομέρεια θεωρώ αξιοσημείωτη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και του ’60, υπήρχαν πολλά πράγματα στην ελληνική κοινωνία που μπορούσαν να προκαλέσουν μισαλλοδοξία. Φτώχεια σε κάθε γωνιά, παραδοσιακές οικογένειες, σχολεία, εκκλησίες, υποκλάπτοντες και αυτοσχεδιαστές κακοποιοί. Η ουσία όμως ήταν πού θα πρέπει να κοιτάξει κανείς για να δει αυτήν την απελπισία. Μέσα από το ξενέρωτο και το άθλιο, τουλάχιστον για τα χαλαρά παλικάρια των προαστίων, ο κινηματογράφος και η ροκ μουσική προσέφεραν μια απόδραση. Όχι μόνο για τη συζήτηση αλλά για τη ζωή. Η απόδοση τους μέσω του Τζέιμς Ντιν, του Κάρι Γκραντ και, καμιά φορά, του Τρόι Ντονάχιου, δεν ήταν απλώς μια παρουσία στην οθόνη – έβγαιναν από αυτήν, μπαίνοντας στις καρδιές μας και μεταμορφώνοντας την ψυχή μας. “Ήταν η περίοδος που είχαμε πάρα πολύ ροκ εντ ρολ, λίγο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρόλα αυτά, δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα”, λέει ο Νικολαΐδης.

    Ο σεξουαλικός κώδικας και ο αποτυχημένος απατεώνας συνυπάρχουν, ενισχύονται κεφάλαιο με το κεφάλαιο. Στις τετρακόσιες και κάτι σελίδες του βιβλίου, ο Νικολαΐδης αφηγείται αυτήν την “δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα” εποχή από μια προοπτική που συνδέεται με τη ροκ μουσική, τον κινηματογράφο, την αλήτεια και το σεξ. Κυρίως το τελευταίο. Μέσω του κεντρικού χαρακτήρα που περιφέρεται στην Αθήνα με την διαβεβαίωση των “μαγαζιών” και την προσφορά της ευκαιρίας, μπορούμε να περάσουμε σε μια διαφορετική πραγματικότητα. Ποιο ήταν το επικρατούν αίσθημα της εποχής; Η κοινωνική αποδοχή; Ο Σπόρος, ο κεντρικός ήρωας, απασχολεί όλους και έχει το δικό του δαίμονα. Η απέχθεια; Ο Σπόρος βρίσκει χρήματα μέσω των γυναικών που είναι διαθέσιμες. Μάλιστα, ο χώρος της ταβέρνας του Μοντεζούμα (ηγεμόνας των Αζτέκων) υποδηλώνει ότι ολόκληρο το βιβλίο αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κύκλο περιπετειών. Ο επαγγελματικός προσδιορισμός; Ο Σπόρος αξιοποιεί την ευνοημένη εφηβεία, που όταν είναι καλή είναι κακή, και όταν είναι κακή, γίνεται ακόμα χειρότερη. Μπορεί να παρερμηνευτεί το βιβλίο και να θεωρηθεί ως μια δωρεάν απομίμηση της αμερικανικής κουλτούρας ή ως ένα αντίστροφο “Θα φτύσω στους τάφους σας”. Εκείνο όμως που δεν περιμένει κανείς είναι ότι αυτή η γεμάτη πραγματικότητα θα προκαλέσει τόσο γέλιο. Γέλιο που πηγάζει από την ψυχή, τρελαίνοντας μας με την κωμωδία της. Η σκηνή με την Αϊ μανίτσαμ’ ανήκει αδιαμφισβήτητα στα κορυφαία επιτεύγματα της ελληνικής πορνογραφίας. Εκείνη η φουλαρισμένη περιγραφή σπιτιών, ταβερνών, παρέες, ταξιδιών και αντανακλαστικών έχουν το δικό τους τηλεοπτικό flair και ποτέ δεν πέφτουν στην κλισέ. Ειδικά όταν βρίσκεται στην Αθήνα, γράφει ακόμα καλύτερα (τα ταξίδια στην Ευρώπη είναι ευχαρίστηση). Η άρρωστη φάση του ιδρώτα και του αίματος γίνεται προφανής σε τελική ανάλυση. “Την ίδια χρονιά πέθανε και ο Έρολ Φλυν”, επισημαίνει τελικά ο ομολογουμένως χοντροκομμένος Μάνος Ελευθερίου.
    Πηγή

    Τελευταία Νέα